amordazar - ορισμός. Τι είναι το amordazar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι amordazar - ορισμός

PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA
Amordazador; Amordazamiento; Amordazar

amordazar         
amordazar
1 tr. Poner mordaza a alguien.
2 Obligar a alguien a no hablar de cierta cosa. Hacer *callar.
3 (ant.) *Difamar a alguien.
amordazar         
Sinónimos
verbo
2) reprimir: reprimir, coartar, restringir
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas
amordazar         
verbo trans.
1) Poner mordaza a alguien.
2) fig. Impedir hablar o expresarse.

Βικιπαίδεια

Mordaza

Mordaza hace referencia a:

  • Mordaza como elemento para impedir el habla.
    • Ley mordaza, ley que impide o limita el ejercicio de libertades como la de expresión o la de información.
  • Mordaza como mecanismo usado en máquinas herramientas para la sujeción de piezas.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για amordazar
1. "En una sociedad democrática no se le puede amordazar al Presidente".
2. Allí, tras maniatar y amordazar a sus habitantes, se llevaron dinero, electrodomésticos y objetos de valor.
3. El lunes, la federación matizó que no pretendía “amordazar” a sus atletas y que se limitará a emitir una recomendación.
4. Amordazar al poder judicial no es nuevo y se está tratando de hacer, por algunos, desde hace mucho tiempo.
5. Algunos simplemente no nos los creemos, como tampoco nos dejamos amordazar por mentiras y manipulaciones de media tinta.
Τι είναι amordazar - ορισμός